Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „δάσος“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) δάσος δάση
Eignarfall (γενική) δάσους δασών
Þolfall (αιτιατική) δάσος δάση
Ávarpsfall (κλητική) δάσος δάση

Nafnorð

δάσος (karlkyn)

[1] skógur
Framburður
IPA: [ˈðasɔs]
Afleiddar merkingar
δασοπονία, δασοσκέπαστος, δασοφύλακας
Tilvísun

Δάσος er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „δάσος
Greek Corpus „δάσος