Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „μοσχάρι“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) μοσχάρι μοσχάρια
Eignarfall (γενική) μοσχαριού μοσχαριών
Þolfall (αιτιατική) μοσχάρι μοσχάρια
Ávarpsfall (κλητική) μοσχάρι μοσχάρια

Nafnorð

μοσχάρι (hvorugkyn)

[1] kálfur
Framburður
IPA: [mɔˈsxaɾi]
Afleiddar merkingar
μοσχαροκεφαλή
Tilvísun

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „μοσχάρι
Greek Corpus „μοσχάρι