υδράργυρος

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „υδράργυρος“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) υδράργυρος υδράργυροι
Eignarfall (γενική) υδραργύρου
υδράργυρου
υδραργύρων
Þolfall (αιτιατική) υδράργυρο υδραργύρους
Ávarpsfall (κλητική) υδράργυρε υδράργυροι

Nafnorð

υδράργυρος (karlkyn)

[1] kvikasilfur
Framburður
IPA: [iˈðɾaɾʝiɾɔs]
Afleiddar merkingar
υδραργυρικός
Tilvísun

Υδράργυρος er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „υδράργυρος
Greek Corpus „υδράργυρος