Εωσφόρος
Gríska
Grísk fallbeyging orðsins „Εωσφόρος“ | ||||||
Eintala (ενικός) |
Fleirtala (πληθυντικός) | |||||
Nefnifall (ονομαστική) | Εωσφόρος | — | ||||
Eignarfall (γενική) | Εωσφόρου | — | ||||
Þolfall (αιτιατική) | Εωσφόρο | — | ||||
Ávarpsfall (κλητική) | Εωσφόρε | — |
Sérnafn
Εωσφόρος (karlkyn)
- [1] Lúsífer
- Framburður
- IPA: [ɛɔsˈfɔɾɔs]
- Afleiddar merkingar
- Tilvísun
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „Εωσφόρος“