άργυρος
Gríska
Grísk fallbeyging orðsins „άργυρος“ | ||||||
Eintala (ενικός) |
Fleirtala (πληθυντικός) | |||||
Nefnifall (ονομαστική) | άργυρος | άργυροι | ||||
Eignarfall (γενική) | αργύρου | αργύρων | ||||
Þolfall (αιτιατική) | άργυρο | αργύρους | ||||
Ávarpsfall (κλητική) | άργυρε | άργυροι |
Nafnorð
άργυρος (karlkyn)
- [1] silfur
- Framburður
- IPA: [ˈaɾʝiɾɔs]
- Samheiti
- [1] ασήμι
- Afleiddar merkingar
- Tilvísun
„Άργυρος“ er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „άργυρος“
Greek Corpus „άργυρος“