Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „αγελάδα“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) αγελάδα αγελάδες
Eignarfall (γενική) αγελάδας αγελάδων
Þolfall (αιτιατική) αγελάδα αγελάδες
Ávarpsfall (κλητική) αγελάδα αγελάδες

Nafnorð

αγελάδα (kvenkyn)

[1] kýr
Framburður
IPA: [aʝɛˈlaða]
Afleiddar merkingar
αγελαδάρης, αγελαδινός
Tilvísun

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „αγελάδα
Greek Corpus „αγελάδα