αερόσακος
Gríska
Grísk fallbeyging orðsins „αερόσακος“ | ||||||
Eintala (ενικός) |
Fleirtala (πληθυντικός) | |||||
Nefnifall (ονομαστική) | αερόσακος | αερόσακοι | ||||
Eignarfall (γενική) | αερόσακου | αερόσακων | ||||
Þolfall (αιτιατική) | αερόσακο | αερόσακους | ||||
Ávarpsfall (κλητική) | αερόσακε | αερόσακοι |
Nafnorð
αερόσακος (karlkyn)
- [1] loftpúði
- Framburður
- IPA: [aɛˈɾɔsakɔs]
- Tilvísun
„Αερόσακος“ er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „αερόσακος“
Greek Corpus „αερόσακος“