ακακία
Gríska
Grísk fallbeyging orðsins „ακακία“ | ||||||
Eintala (ενικός) |
Fleirtala (πληθυντικός) | |||||
Nefnifall (ονομαστική) | ακακία | ακακίες | ||||
Eignarfall (γενική) | ακακίας | ακακιών | ||||
Þolfall (αιτιατική) | ακακία | ακακίες | ||||
Ávarpsfall (κλητική) | ακακία | ακακίες |
Nafnorð
ακακία (kvenkyn)
- [1] akasía
- Framburður
- IPA: [akaˈcia]
- Tilvísun
„Ακακία“ er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „ακακία“
Greek Corpus „ακακία“