Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „αρνί“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) αρνί αρνιά
Eignarfall (γενική) αρνιού αρνιών
Þolfall (αιτιατική) αρνί αρνιά
Ávarpsfall (κλητική) αρνί αρνιά

Nafnorð

αρνί (hvorugkyn)

[1] lamb
Framburður
IPA: [aɾˈni]
Afleiddar merkingar
αρνίσιος, αρνόδερμα
Tilvísun

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „αρνί
Greek Corpus „αρνί