βαφή
Gríska
Grísk fallbeyging orðsins „βαφή“ | ||||||
Eintala (ενικός) |
Fleirtala (πληθυντικός) | |||||
Nefnifall (ονομαστική) | βαφή | βαφές | ||||
Eignarfall (γενική) | βαφής | βαφών | ||||
Þolfall (αιτιατική) | βαφή | βαφές | ||||
Ávarpsfall (κλητική) | βαφή | βαφές |
Nafnorð
βαφή (kvenkyn)
- [1] málning
- Framburður
- IPA: [vaˈfi]
- Tilvísun
„Βαφή“ er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „βαφή“
Greek Corpus „βαφή“