Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „δέντρο“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) δέντρο δέντρα
Eignarfall (γενική) δέντρου δέντρων
Þolfall (αιτιατική) δέντρο δέντρα
Ávarpsfall (κλητική) δέντρο δέντρα

Nafnorð

δέντρο (hvorugkyn)

[1] tré
Framburður
IPA: [ˈðɛndɾɔ]
Afleiddar merkingar
δεντρολίβανο, δεντροστοιχία
Tilvísun

Δέντρο er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „δέντρο
Greek Corpus „δέντρο