Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „κάλτσα“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) κάλτσα κάλτσες
Eignarfall (γενική) κάλτσας καλτσών
Þolfall (αιτιατική) κάλτσα κάλτσες
Ávarpsfall (κλητική) κάλτσα κάλτσες

Nafnorð

κάλτσα (kvenkyn)

[1] sokkur
Framburður
IPA: [ˈkaltsa]
Afleiddar merkingar
καλτσοβελόνα, καλτσοβιομηχανία, καλτσοδέτα, καλτσομηχανή
Tilvísun

Κάλτσα er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „κάλτσα
Greek Corpus „κάλτσα