καμηλοπάρδαλη

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „καμηλοπάρδαλη“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) καμηλοπάρδαλη καμηλοπαρδάλεις
Eignarfall (γενική) καμηλοπάρδαλης
καμηλοπαρδάλεως
καμηλοπαρδάλεων
Þolfall (αιτιατική) καμηλοπάρδαλη καμηλοπαρδάλεις
Ávarpsfall (κλητική) καμηλοπάρδαλη καμηλοπαρδάλεις

Nafnorð

καμηλοπάρδαλη (kvenkyn)

[1] gíraffi
Framburður
IPA: [kamilɔˈpaɾðali]
Tilvísun

Καμηλοπάρδαλη er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „καμηλοπάρδαλη
Greek Corpus „καμηλοπάρδαλη