Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „μπανάνα“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) μπανάνα μπανάνες
Eignarfall (γενική) μπανάνας μπανανών
Þolfall (αιτιατική) μπανάνα μπανάνες
Ávarpsfall (κλητική) μπανάνα μπανάνες

Nafnorð

μπανάνα (kvenkyn)

[1] banani
Framburður
IPA: [baˈnana]
Afleiddar merkingar
μπανανιά, μπανανόφλουδα
Tilvísun

Μπανάνα er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „μπανάνα
Greek Corpus „μπανάνα