Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „οστό“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) οστό οστά
Eignarfall (γενική) οστού οστών
Þolfall (αιτιατική) οστό οστά
Ávarpsfall (κλητική) οστό οστά

Nafnorð

οστό (hvorugkyn)

[1] bein
Framburður
IPA: [ɔsˈtɔ]
Samheiti
[1] κόκαλο
Afleiddar merkingar
οστεοπόρωση, οστεοβλάστη
Tilvísun

Οστό er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „οστό
Greek Corpus „οστό