Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „πάγος“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) πάγος πάγοι
Eignarfall (γενική) πάγου πάγων
Þolfall (αιτιατική) πάγο πάγους
Ávarpsfall (κλητική) πάγε πάγοι

Nafnorð

πάγος (karlkyn)

[1] ís
Framburður
IPA: [ˈpaɣɔs]
Afleiddar merkingar
παγόβουνο, παγοδρόμος, παγοθραυστικό, παγοκρύσταλλος, παγοπέδιλο, παγωμένος, παγώνω, παγωτό
Tilvísun

Πάγος er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „πάγος
Greek Corpus „πάγος