Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „πιάτο“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) πιάτο πιάτα
Eignarfall (γενική) πιάτου πιάτων
Þolfall (αιτιατική) πιάτο πιάτα
Ávarpsfall (κλητική) πιάτο πιάτα

Nafnorð

πιάτο (hvorugkyn)

[1] diskur
Framburður
IPA: [ˈpçatɔ]
Afleiddar merkingar
πιατοθήκη
Tilvísun

Πιάτο er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „πιάτο
Greek Corpus „πιάτο