πρόβατο
Gríska
Grísk fallbeyging orðsins „πρόβατο“ | ||||||
Eintala (ενικός) |
Fleirtala (πληθυντικός) | |||||
Nefnifall (ονομαστική) | πρόβατο | πρόβατα | ||||
Eignarfall (γενική) | προβάτου | προβάτων | ||||
Þolfall (αιτιατική) | πρόβατο | πρόβατα | ||||
Ávarpsfall (κλητική) | πρόβατο | πρόβατα |
Nafnorð
πρόβατο (hvorugkyn)
- [1] kind
- Framburður
- IPA: [ˈpɾɔvatɔ]
- Afleiddar merkingar
- Tilvísun
„Πρόβατο“ er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „πρόβατο“
Greek Corpus „πρόβατο“