σιδηρόδρομος
Gríska
Grísk fallbeyging orðsins „σιδηρόδρομος“ | ||||||
Eintala (ενικός) |
Fleirtala (πληθυντικός) | |||||
Nefnifall (ονομαστική) | σιδηρόδρομος | σιδηρόδρομοι | ||||
Eignarfall (γενική) | σιδηροδρόμου σιδηρόδρομου |
σιδηροδρόμων | ||||
Þolfall (αιτιατική) | σιδηρόδρομο | σιδηροδρόμους | ||||
Ávarpsfall (κλητική) | σιδηρόδρομε | σιδηρόδρομοι |
Nafnorð
σιδηρόδρομος (karlkyn)
- [1] járnbraut
- Framburður
- IPA: [siðiˈɾɔðɾɔmɔs]
- Afleiddar merkingar
- Tilvísun
„Σιδηρόδρομος“ er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „σιδηρόδρομος“
Greek Corpus „σιδηρόδρομος“