στρουθοκάμηλος

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „στρουθοκάμηλος“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) στρουθοκάμηλος στρουθοκάμηλοι
Eignarfall (γενική) στρουθοκαμήλου στρουθοκαμήλων
Þolfall (αιτιατική) στρουθοκάμηλο στρουθοκαμήλους
Ávarpsfall (κλητική) στρουθοκάμηλε στρουθοκάμηλοι

Nafnorð

στρουθοκάμηλος (kvenkyn)

[1] strútur
Framburður
IPA: [stɾuθɔˈkamilɔs]
Afleiddar merkingar
στρουθοκαμηλίζω, στρουθοκαμηλισμός
Tilvísun

Στρουθοκάμηλος er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „στρουθοκάμηλος
Greek Corpus „στρουθοκάμηλος