υδρογόνο
Gríska
Grísk fallbeyging orðsins „υδρογόνο“ | ||||||
Eintala (ενικός) |
Fleirtala (πληθυντικός) | |||||
Nefnifall (ονομαστική) | υδρογόνο | — | ||||
Eignarfall (γενική) | υδρογόνου | — | ||||
Þolfall (αιτιατική) | υδρογόνο | — | ||||
Ávarpsfall (κλητική) | υδρογόνο | — |
Nafnorð
υδρογόνο (hvorugkyn)
- [1] vetni
- Framburður
- IPA: [iðɾɔˈɣɔnɔ]
- Afleiddar merkingar
- Tilvísun
„Υδρογόνο“ er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „υδρογόνο“
Greek Corpus „υδρογόνο“