φαρμακείο
Gríska
Grísk fallbeyging orðsins „φαρμακείο“ | ||||||
Eintala (ενικός) |
Fleirtala (πληθυντικός) | |||||
Nefnifall (ονομαστική) | φαρμακείο | φαρμακεία | ||||
Eignarfall (γενική) | φαρμακείου | φαρμακείων | ||||
Þolfall (αιτιατική) | φαρμακείο | φαρμακεία | ||||
Ávarpsfall (κλητική) | φαρμακείο | φαρμακεία |
Nafnorð
φαρμακείο (hvorugkyn)
- Framburður
- IPA: [faɾmaˈciɔ]
- Tilvísun
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „φαρμακείο“
Greek Corpus „φαρμακείο“