Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „χάλυβας“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) χάλυβας χάλυβες
Eignarfall (γενική) χάλυβα χαλύβων
Þolfall (αιτιατική) χάλυβα χάλυβες
Ávarpsfall (κλητική) χάλυβα χάλυβες

Nafnorð

χάλυβας (karlkyn)

[1] stál
Framburður
IPA: [ˈxalivas]
Afleiddar merkingar
χαλυβοβιομηχανία, χαλυβουργία
Tilvísun

Χάλυβας er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „χάλυβας
Greek Corpus „χάλυβας