Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „όπλο“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) όπλο όπλα
Eignarfall (γενική) όπλου όπλων
Þolfall (αιτιατική) όπλο όπλα
Ávarpsfall (κλητική) όπλο όπλα

Nafnorð

όπλο (hvorugkyn)

[1] vopn
Framburður
IPA: [ˈɔplɔ]
Afleiddar merkingar
οπλίζω, οπλοποιός, οπλοστάσιο, οπλοφόρος
Tilvísun

Όπλο er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „όπλο
Greek Corpus „όπλο