Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „άζωτο“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) άζωτο
Eignarfall (γενική) αζώτου
άζωτου
Þolfall (αιτιατική) άζωτο
Ávarpsfall (κλητική) άζωτο

Nafnorð

άζωτο (hvorugkyn)

[1] nitur, köfnunarefni
Framburður
IPA: [ˈazɔtɔ]
Afleiddar merkingar
αζωτούχος
Tilvísun

Άζωτο er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „άζωτο
Greek Corpus „άζωτο