Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „κρέας“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) κρέας κρέατα
Eignarfall (γενική) κρέατος κρεάτων
Þolfall (αιτιατική) κρέας κρέατα
Ávarpsfall (κλητική) κρέας κρέατα

Nafnorð

κρέας (hvorugkyn)

[1] kjöt
Framburður
IPA: [ˈkɾɛas]
Afleiddar merkingar
κρεατικός, κρεατοελιά, κρεατομηχανή, κρεατόμυγα, κρεατοφάγος
Tilvísun

Κρέας er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „κρέας
Greek Corpus „κρέας