Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „φάρμακο“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) φάρμακο φάρμακα
Eignarfall (γενική) φαρμάκου φαρμάκων
Þolfall (αιτιατική) φάρμακο φάρμακα
Ávarpsfall (κλητική) φάρμακο φάρμακα

Nafnorð

φάρμακο (hvorugkyn)

[1] lyf
Framburður
IPA: [ˈfaɾmakɔ]
Afleiddar merkingar
φαρμακείο, φαρμακολογία, φαρμακοποιός
Tilvísun

Φάρμακο er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „φάρμακο
Greek Corpus „φάρμακο